Το σαμοβάρι του Χρυσόστομου Δήμογλου | Από τη Λιβερά του Πόντου και την Πόλη στη Νάουσα της Μακεδονίας
*Η Δήμητρα Μαυρίδου, μαθήτρια του Λαππείου 1ου Γυμνασίου Νάουσας εκπόνησε αυτή την ερευνητική εργασία στο πλαίσιο του Πανελλήνιου Μαθητικού Διαγωνισμού
Ποντιακός Ελληνισμός: μνήμες και όνειρα, παρελθόν, παρόν και μέλλον
κατά το σχολικό έτος 2022-2023.
Εισαγωγή
Ένα από τα σημαντικότερα κειμήλια που έχουν απομείνει στην οικογένειά μου και συνδέονται με την πατρίδα μας, τον Πόντο, είναι το σαμοβάρι του προ-προ-παππού μου, Χρυσόστομου Δήμογλου ή Δημόπουλου, που καταγόταν από την Λιβερά της Ματσούκας. Όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά τη συνθήκη της Λοζάνης το 1923, το έφερε μαζί του στην Ελλάδα. Βρίσκεται στην οικογένειά μας για πάνω από εκατό χρόνια.
Τι είναι το σαμοβάρι;
Το σαμοβάρι είναι ένα μεταλλικό δοχείο που χρησιμοποιείται παραδοσιακά για τη θέρμανση και το βρασμό του νερού για χρήση στο σερβίρισμα τσαγιού. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το σαμοβάρι είναι η εξέλιξη του κινεζικού χόγκο και του ρωσικού σμπίτνικ.
Τα σαμοβάρια κατασκευάζονται από μέταλλο, κυρίως κράματα χαλκού, ασήμι, χρυσό, αλουμίνιο, μπακίρι. Ένα παραδοσιακό σαμοβάρι αποτελείται από το σώμα, το οποίο μπορεί να έχει διάφορα σχήματα και παραλλαγές, την βάση πάνω από την οποία βρίσκεται η βρύση από όπου πέφτει το βραστό νερό και τον σωλήνα καύσης, ο οποίος είναι κατασκευασμένος από μέταλλο, περνάει μέσα από το σώμα και περιέχει το καύσιμο που θερμαίνει το νερό του δοχείου. Η χωρητικότητα των σαμοβαριών κυμαίνεται από το ένα έως τα σαράντα λίτρα νερού.
Ακόμα στην κορυφή του φέρει μία καμινάδα και δύο βαλβίδες για να φεύγει ο ατμός καθώς και μία υποδοχή για να εφαρμόζεται η τσαγιέρα η οποία χρησιμοποιείται για την παρασκευή του συμπυκνώματος τσαγιού (zavarka). Τέλος το σαμοβάρι έχει αριστερά και δεξιά δύο λαβές και ένα κλειδί που εφαρμόζεται στη βρύση. Αρκετά ενδιαφέρον είναι το σερβίρισμα του τσαγιού κατά το οποίο το συμπύκνωμα της τσαγιέρας μοιράζεται στα ποτήρια και στη συνέχεια αραιώνεται με το βρασμένο νερό από το δοχείο. Συνήθως η αναλογία είναι 10 μέρη νερού προς ένα μέρος τσαγιού.
Το σαμοβάρι του Χρυσοστόμου Δήμογλου
Το συγκεκριμένο σαμοβάρι έχει ύψος 53 εκατοστά και χωράει 2 λίτρα νερό. Είναι φτιαγμένο από μπακίρι και έχει σχήμα κυλινδρικό. Ανήκει, δηλαδή, στον καδόσχημο τύπο που οι Ρώσοι ονομάζουν μπάνκα.
Από το σαμοβάρι αυτό λείπουν η τσαγιέρα και η μία από τις δύο βαλβίδες εκτόνωσης του ατμού. Λείπει ακόμη η προέκταση-καμινάδα.
Αυτό που κάνει τόσο ενδιαφέρον αυτό το σαμοβάρι είναι οι σφραγίδες που έχει.
Από αριστερά προς τα δεξιά στην κοιλιά του αγγείου διαβάζουμε:
1.Αλέξανδρος Γ' Αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών (με προτομή του Τσάρου)
2.Για την εργασία, την αγάπη, την ικανότητα. 1870
3.Αλέξανδρος Β΄ Αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών (με προτομή του Τσάρου)
4.Παρρωσική Έκθεση 1882 (με εικόνα της Ρωσίας)
Στη βάση του αγγείου αποτυπώνονται οι εξής σφραγίδες
1.Για την εργασία, την αγάπη, την ικανότητα. 1870
2.Αλέξανδρος Β΄ Αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών (με προτομή του Τσάρου)
3.Τούλα (γεωμετρικό σχέδιο)
4.Αδελφοί Μπατάσεφ
Το κέντρο παραγωγής σαμοβαριών της Τούλα
Η πόλη της Τούλα που αναφέρεται στη βάση του αγγείου θεωρείται η γενέτειρα των ρωσικών σαμοβαριών. Ήταν εδώ, στην έδρα της ρωσικής παραγωγής όπλων, που στα τέλη του 18ου αιώνα διαμορφώθηκε μια μοναδική τεχνολογία για την κατασκευή των σαμοβαριών. Σταδιακά, ο μεγαλύτερος αριθμός ρωσικών εργοστασίων που παρήγε τέτοια σκεύη συγκεντρώθηκε στην Τούλα. Τα προϊόντα των τεχνιτών της Τούλα ήταν πολύ δημοφιλή όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και πολύ πέρα από τα σύνορά της.
Το εργοστάσιο σαμοβαριών Μπατάσεφ
Μεταξύ των ταλαντούχων τεχνιτών από την Τούλα ήταν ο Αλεξάντρ και ο Βασίλι Μπατάσεφ. Τα αδέρφια διατηρούσαν ένα εργοστάσιο σαμοβαριών, το οποίο κληρονόμησαν από τον πατέρα τους. Ο έμπειρος οπλουργός Στεπάν Φεντέροβιτς Μπατάσεφ ξεκίνησε την παραγωγή σαμοβαριών το 1840. Ωστόσο, το εργοστάσιό του, που ήταν κυρίως ξύλινο, υπέστη σοβαρές ζημιές μετά από μεγάλη πυρκαγιά το 1861. Η φωτιά κατέστρεψε ολόκληρη την επιχείρηση, αφήνοντας ανέπαφo μόνο το κτίριο κατοικιών και το λουτρό του ιδιοκτήτη. Υπάρχει η άποψη ότι αυτή η καταστροφή ήταν ένας από τους λόγους για τον θάνατο του επιχειρηματία, ο οποίος συνέβη την ίδια χρονιά με την πυρκαγιά.
Μετά το θάνατο του οι γιοι του Μπατάσεφ, και κυρίως ο Βασίλι, άρχισαν να διαχειρίζονται την παραγωγή. Ο πατέρας είχε ενσταλάξει στα αγόρια την αγάπη για το εργοστάσιο από την παιδική τους ηλικία, οπότε όταν μεγάλωσαν έγιναν εξαιρετικοί επιχειρηματίες κτίζοντας εκ νέου ένα εντυπωσιακό, πέτρινο πια, εργοστάσιο στο ίδιο μέρος.
Αρχικά, η παραγωγή στο εργοστάσιο Μπατάσεφ ήταν αργή, επειδή όλη η παραγωγή γινόταν με το χέρι. Έτσι, σε μια εβδομάδα, οι εργάτες κατάφεραν να παράγουν 60-100 μονάδες προϊόντων. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα σαμοβάρια είχαν μοναδικό σχεδιασμό και ήταν εν μέρει διαφορετικά μεταξύ τους.
Με την επέκταση της παραγωγής εργαστήρια για την κατασκευή διαφόρων εξαρτημάτων για σαμοβάρια άρχισαν να εμφανίζονται έξω από την πόλη. Μεταλλουργοί δούλευαν προς όφελος του εργοστασίου των Μπατάσεφ όλο το χρόνο, εκτός από την καλοκαιρινή περίοδο. To 1885 η εταιρεία πούλησε 11.000 σαμοβάρια κερδίζοντας 80.000 ρούβλια.
Τεχνολογία χειροτεχνικής παραγωγής σαμοβαριών Batashev
Κατά κανόνα η παραγωγή ενός σαμοβαριού στο εργοστάσιο απαιτούσε τον καταμερισμό εργασίας επτά ατόμων. Κάθε εργαζόμενος εκτελούσε μια ξεχωριστή λειτουργία:
- Έφτιαχνε κομμάτια μετάλλου.
- Συνέδεε όλα τα κομμάτια σε μια ενιαία δομή και της έδινε το επιθυμητό σχήμα.
- Λείαινε τις ραφές.
- Έφτιαχνε τις μεταλλικές λαβές.
- Συναρμολογούσε όλα τα μέρη του σαμοβάρι σε ένα ολόκληρο προϊόν.
- Γυάλιζε την επιφάνεια του τελικού σαμοβάρι.
- Έφτιαχνε ξύλινες λαβές και τις τοποθετούσε στο προϊόν.
Από τον Δήμογλου στον Μαυρίδη: ένα κειμήλιο ενός και πλέον αιώνα
Η ιστορία του συγκεκριμένου σαμοβαριού της οικογένειάς μου αρχίζει στην Τούλα της Ρωσίας πριν το τέλος του 19ου αι. Την ίδια περίπου περίοδο, το 1875, γεννιέται στην Λιβερά της Ματσούκας στον Πόντο ο προ-προ-παππούς μου, Χρυσόστομος Δήμογλου ή Δημόπουλος, όπως ονομάστηκε αργότερα, μέλος μιας 4μελούς οικογένειας. Στην καμπή 19ου - 20ου αι. δούλευε ως χαλκοποιός στην Κωνσταντινούπολη και είχε το εργαστήριό του στην πλατεία Σουλτάν Βαγιαζίτ. Το σαμοβάρι όμως το χρησιμοποιούσε στο σπίτι του στη Λιβερά, όπου έμενε η οικογένειά του. Όμως πώς από έναν Δήμογλου πέρασε στα χέρια ενός Μαυρίδη; Φυσικά ένα γενεαλογικό δέντρο θα απαντήσει την ερώτηση. Ο προ-προ-παππούς μου είχε αποκτήσει τρία παιδιά, την Ελισάβετ, τον Θεόδωρο και την Σοφία. Πάντρεψε τη Σοφία με τον Αντώνη Μαυρίδη ο οποίος καταγόταν από την Τραπεζούντα. Με την σειρά του αυτοί απέκτησαν ς τον Στάθη, την Έλλη και τον παππού μου τον Γιάννη ο οποίος παντρεύτηκε την γιαγιά μου Ελένη και έκαναν την θεία μου Σοφία και τον πατέρα μου Αντώνη. Το σαμοβάρι ακολούθησε τον Χρυσόστομο Δήμογλου από τον Πόντο στην Ελλάδα και με την πάροδο των γενιών έφθασε στα χέρια του πατέρα μου.
Λιβερά, χωριό καταγωγής του Χρυσόστομου Δημόπουλου/Δήμογλου
Αξίζει να αναφερθούμε λίγο εκτενέστερα στο χωριό της καταγωγής του προ-παππού μου, στην Λιβερά. Η Λιβερά βρίσκεται νοτιοανατολικά της περιοχής Ματσούκας της Τραπεζούντας, σε υψόμετρο 760μ. Ήταν το κέντρο του Μητροπολιτικού ναού Ροδόπολης και ονομαζόταν Κωμόπολη. Το 1924, οι 1200 Έλληνες που κατοικούσαν εκεί αναγκάστηκαν να φύγουν ανάμεσα τους και ο προ-παππούς μου. Η Λιβερά ήταν ένα πολύ διάσημο χωρίο με δύο μεγάλες εκκλησίες, 24 παρεκκλήσια και ένα σχολικό κτήριο πλαισιωμένο από αγρούς και καταπράσινους κήπους. Στην ευρύχωρη πλατεία του χωριού υπήρχαν μικρά μαγαζάκια και καφενεία. Οι κάτοικοι πάντα φιλότιμοι και φιλόξενοι, ασχολούμενοι κατά βάση με την κτηνοτροφία, αλλά και με την κατεργασία των μετάλλων, ειδικά του χαλκού.
Νάουσα, πόλη μετεγκατάστασης του Χρυσόστομου Δημόπουλου
Όταν ο προ-προ-παππούς μου έφτασε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στην Νάουσα στην περιοχή του συνοικισμού, όπου κατοικούσαν και άλλοι πρόσφυγες. Το προσφυγικό του σπίτι σώζεται ερειπωμένο ως σήμερα. Η οικογένειά του αποτελούνταν από την γυναίκα του Δέσποινα και τα τρία του παιδιά την Ελισάβετ, τον Θόδωρο και την προ-γιαγιά μου τη Σοφία. Ο Χρυσόστομος στην Ελλάδα δεν εξάσκησε το επάγγελμά του, αλλά για κάποιο μικρό διάστημα έγινε οικοδόμος και μετέπειτα ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες. Ειδικότερα καλλιέργησε φουντουκιές που είναι η πιο συνήθης καλλιέργεια στον Πόντο. Ήταν κάπως απότομος χαρακτήρας και αυστηρός, αλλά παρ’ όλες τις δυσκολίες της ζωής του ήταν άνθρωπος του μεροκάματου που πάσχιζε να χτίσει μια νέα ζωή και να ενσωματωθεί στον γηγενή πληθυσμό.
Η χρονολόγηση του αγγείου
Σύμφωνα με την εκτίμηση του ιστορικού Ιβάν Σοκόλοφ το σαμοβάρι της οικογένειάς μου κατασκευάστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ακόμα μία πηγή πληροφορίας για την χρονολόγηση αυτού του αντικειμένου είναι οι χρονολογίες που αναγράφονται στις σφραγίδες οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ του 1870-1882. Συγκεκριμένα η ημερομηνία 1882 είναι terminus post quem, καθώς γνωρίζουμε ότι τότε πραγματοποιήθηκε η Μεγάλη Παρρωσική Έκθεση στην οποία τα αδέλφια Μπατάσεβ κέρδισαν μετάλλιο για την ποιοτική και οικονομική τους παραγωγή σαμοβαριών. Τέλος, από το σήμα της επιχείρησης που αναγράφεται στο σαμοβάρι (Братья Баташевы) μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια την χρονιά κατασκευής. Την συγκεκριμένη ονομασία είχε η εταιρεία από το 1885 ως το 1894. Επομένως μπορούμε με αρκετή ασφάλεια να χρονολογήσουμε το σαμοβάρι του προ-προπαππού μου Χρυσόστομου Δήμογλου γύρω στα 1890, όταν ο ίδιος ήταν 15 ετών.
Πώς όμως βρέθηκε ένα τέτοιο σαμοβάρι στα χέρια ενός Πόντιου χαλκωματά στην Κωνσταντινούπολη; Χωρίς τις ασφαλείς πληροφορίες, μπορούμε να κάνουμε μόνο κάποιες υποθέσεις:
Από την μια, δεν αποκλείεται να το αγόρασε στη Ρωσία σε κάποιο (επαγγελματικό;) ταξίδι που πραγματοποίησε. Οι επαγγελματικές επαφές των Ποντίων μεταλλοτεχνιτών με την Ρωσία ήταν αυτή την εποχή πολύ πυκνές. Από την άλλη, μπορεί να το αγόρασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι τέτοια αγγεία εισάγονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, συχνά μέσω Βουλγαρίας, ή αργότερα, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, μεταφέρονταν από τσαρικούς αξιωματικούς. Τέλος, υπάρχει πιθανότητα να το αγόρασε από Ρώσους στη ιδιαίτερη πατρίδα του κατά την περίοδο της λεγόμενης Ρωσοκρατίας, η οποία είχε διάρκεια από το 1916 ως το 1918.
Όπως και να ήρθε στην κατοχή του, το σίγουρο είναι ότι τέτοια ήταν η αξία που είχε αυτό το σαμοβάρι για την οικογένεια του Χρυσόστομου Δήμογλου που δεν παρέλειψαν να το πάρουν μαζί τους κατά την Έξοδο τους από τον Πόντο εκατό χρόνια πριν.
Νάουσα, πόλη μετεγκατάστασης του Χρυσόστομου Δημόπουλου
Όταν ο προ-προ-παππούς μου έφτασε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στην Νάουσα στην περιοχή του συνοικισμού, όπου κατοικούσαν και άλλοι πρόσφυγες. Το προσφυγικό του σπίτι σώζεται ερειπωμένο ως σήμερα. Η οικογένειά του αποτελούνταν από την γυναίκα του Δέσποινα και τα τρία του παιδιά την Ελισάβετ, τον Θόδωρο και την προ-γιαγιά μου τη Σοφία. Ο Χρυσόστομος στην Ελλάδα δεν εξάσκησε το επάγγελμά του, αλλά για κάποιο μικρό διάστημα έγινε οικοδόμος και μετέπειτα ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες. Ειδικότερα καλλιέργησε φουντουκιές που είναι η πιο συνήθης καλλιέργεια στον Πόντο. Ήταν κάπως απότομος χαρακτήρας και αυστηρός, αλλά παρ’ όλες τις δυσκολίες της ζωής του ήταν άνθρωπος του μεροκάματου που πάσχιζε να χτίσει μια νέα ζωή και να ενσωματωθεί στον γηγενή πληθυσμό.
Βιβλιογραφία
- https://ru.wikipedia.org/wiki/Баташёв,_Александр_Степанович
- https://www.samovarmuseum.ru/mastera-samovarschiki/bratya-batashevy-ivan-i-aleksej-stepanovichi/
- https://tulavar.ru/articles/samovary-batasheva-istoriya/
- https://самовары.рф/news/antikvarnye-samovary-batashevykh/
- https://tulalmanac.blogspot.com/2011/07/blog-post_1880.html
- I. Sokolov, “If a samovar is boiling, no one allowed to leave”, Coffee & Tea business magazine International, №1 (126) for February 2016. – PP. 30 – 34.
- Εγκυκλοπαίδεια του Πόντου, λήμμα Λιβερά.
Ευχαριστώ πολύ για τη συμβολή τους στην πραγματοποίηση της εργασίας:
- Τον Ρώσο ιστορικό και ειδικό του τσαγιού, κ. Ιβάν Σοκόλοφ
- Τον ιστορικό και ξεναγό Δρ. Παναγιώτη Τσατσανίδη
- Την καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής και απόγονο του Χρυσόστ. Δήμογλου, κ. Θεοδώρα Μαυρίδου
- Τον φιλόλογο και αρχαιολόγο, κ. Δημήτρη Κουγιουμτζόγλου
- Την Εύξεινο Λέσχη Ποντίων Νάουσας
- Τον καθηγητή μου στο μάθημα της ιστορίας στο Λάππειο 1ο Γυμνάσιο, κ. Γιώργο Μάλλιο
Δήμητρα Μαυρίδου
Στον προσφυγικό συνοικισμό... έναν αιώνα μετά
*Η Μαρκέλλα Ασιατίδου, μαθήτρια του Λαππείου 1ου Γυμνασίου Νάουσας εκπόνησε αυτήν την ερευνητική εργασία στο πλαίσιο του Πανελλήνιου Μαθητικού Διαγωνισμού
Ποντιακός Ελληνισμός: μνήμες και όνειρα, παρελθόν, παρόν και μέλλον
κατά το σχολικό έτος 2020-2021.
Μετά την απελευθέρωση της πόλης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 17 Οκτωβρίου του 1912, η πρώτη σημαντική πληθυσμιακή μεταβολή προήλθε από το μεγάλο προσφυγικό κύμα της δεκαετίας του ’20. Η απογραφή των προσφύγων που έγινε το 1923 κατέγραψε 2.000 πρόσφυγες στην περιοχή της επαρχίας Νάουσας.
Δείτε εδώ τον ψηφιακό χάρτη του συνοικισμού.
- Α. Χαρίση, «Η δημιουργία του αστικού προσφυγικού συνοικισμού της Νάουσας», στο: Ε. Ξυνάδας (επιμ.), Μιλάμε για την Νάουσα του 20ου αιώνα. Πρακτικά Α΄ Επιστημονικής Ημερίδας Τοπικής Ιστορίας, Βέροια 2017, σελ. 255-286.
- Κ. Φωτιάδης και Ι. Μιχαηλίδης, «Στους δρόμους της προσφυγιάς», στο: Νάουσα 19ος-20ός αιώνας, Νάουσα 1999, σελ. 191-200.
- Α. Οικονόμου, «Οικιστικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της Νάουσας, στο: Νάουσα 19ος-20ός αιώνας, Νάουσα 1999, σελ. 367-391
Μαρκέλλα Ασιατίδου
Εννιακόσια εβδομήντα τρία
*Οι Αναστάσιος Μπίλης και Χρήστος Παπαφιλίππου, μαθητές του Λαππείου 1ου Γυμνασίου Νάουσας εκπόνησαν αυτήν την ερευνητική εργασία στο πλαίσιο του Πανελλήνιου Μαθητικού Διαγωνισμού
Ποντιακός Ελληνισμός: μνήμες και όνειρα, παρελθόν, παρόν και μέλλον
κατά το σχολικό έτος 2020-2021.
H Ρητορική εκ των ενδοξοτέρων τεχνογράφων αρχαίων και νεωτέρων ερανισθείσα και συνταχθείσα υπό Ν. Βάμβα της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αργυρουπόλεως στην Εύξεινο Λέσχη Ποντίων Νάουσας
Η ανάκτηση ενός χαμένου βιβλίου των Αργυρουπολιτών προσφύγων και η προσθήκη του σε όσα σώθηκαν τελικά και φυλάσσονται στην Εύξεινο Λέσχη Ποντίων Νάουσας αποτέλεσαν αφορμή για την εκπόνηση της ερευνητικής αυτής εργασίας από τους μαθητές του Λαππείου 1ου Γυμνασίου Νάουσας Αναστάσιο Μπίλη και Χρήστο Παπαφιλίππου στο πλαίσιο του Πανελλήνιου Μαθητικού Διαγωνισμού Ποντιακός Ελληνισμός: μνήμες και όνειρα, παρελθόν, παρόν και μέλλον κατά το σχολικό έτος 2020-2021.
Η έκδοση και το περιεχόμενο του βιβλίου
Το βιβλίο Ρητορική εκ των ενδοξοτέρων τεχνογράφων αρχαίων και νεωτέρων έχει εκδοθεί στην Αθήνα (τυπογραφείο Αγγελίδη) το 1841. Πρόκειται για την δεύτερη, πολύ πιο πλούσια και ενημερωμένη έκδοση, η πρώτη έγινε το 1813 στο Παρίσι. Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Νεόφυτος Βάμβας. Ο σκοπός του βιβλίου είναι εκπαιδευτικός, αφού στόχος του είναι να γνωρίσουν οι αναγνώστες την επιστήμη της ρητορικής. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος πραγματεύεται θέματα που αφορούν τον Λόγο, ενώ το δεύτερο μέρος αναφέρεται στις ρητορικές στάσεις σύμφωνα με τον Ερμογένη. Μάλιστα, περιέχει πληροφορίες για διάφορους ορισμούς της ρητορικής αρχαίων συγγραφέων. Επιπλέον, στην αρχή του βιβλίου εκδηλώνεται φανερά η αγάπη και η υπερηφάνεια του συγγραφέα για την πατρίδα του και τους προγόνους του. Αναφέρει ο Νεόφυτος Βάμβας πως όλες οι τέχνες δημιουργήθηκαν και τελειοποιήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα. Για αυτό τον λόγο χρησιμοποιεί πολλά παραδείγματα και αναλύσεις από τον Όμηρο, τον Αριστοτέλη, τον Ισοκράτη, τον Πλάτωνα κ.ά.
Τα πρόσωπα του βιβλίου
Ο συγγραφέας του βιβλίου: Νεόφυτος Βάμβας
Ο Νεόφυτος Βάμβας, γεννήθηκε στην Χίο το 1776. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λόγιους εκείνης της εποχής και ένας από τους «Δάσκαλους του Γένους». Επίσης ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Άρχισε τις σπουδές του στη γενέτειρά του, τη Χίο. Το 1791 χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και αφού σπούδασε στη Σίφνο, ταξίδεψε για επιπλέον σπουδές σε διάφορα μέρη. Το 1796 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα έγινε δάσκαλος των οικογενειών του Γεώργιου Μαυροκορδάτου και του Κωνσταντίνου Χατζερή, διερμηνέα του Οθωμανικού Στόλου, και Φαναριωτών. Το 1808 πήγε στο Παρίσι και σπούδασε φυσικές επιστήμες και φιλοσοφία. Εκεί γνώρισε τον Αδαμάντιο Κοραή, συμπατριώτη του από την Χίο, με τον οποίο ανάπτυξε σχέση στενή. Ο Κοραής φρόντισε και καθοδήγησε τις σπουδές του νεαρού Βάμβα, του εξασφάλισε τα μέσα του βιοπορισμού του, του παραστάθηκε στις πρώτες συγγραφικές του επιδόσεις. Το πρωτόλειο του Βάμβα, η Ρητορική, γράφηκε υπό την στενή εποπτεία του Κοραή.
Ο κάτοχος του βιβλίου: Γερβάσιος Σουμελίτης
Ο Γερβάσιος Σουμελίτης ήταν ένας από τους κατόχους του βιβλίου, όπως αποδεικνύει το αφιερωματικό και κτητορικό σημείωμα:
«Τηι βιβλιοθήκηι του Αγίου Χαλδίας κ. Γερβασίου»
Πρόκειται για τον Μητροπολίτη Χαλδίας - Χαιριανών του Πόντου. Ότι το βιβλίο τοποθετήθηκε στα ράφια της βιβλιοθήκης της Μητροπόλεως αυτής επιβεβαιώνεται και από την ωοειδή σφραγίδα με την ένδειξη «Ιερά Μητρόπολη Χαλδείας, 1886» που βρίσκεται στο πρώτο φύλλο του βιβλίου.
Ο Γερβάσιος γεννήθηκε το 1820 στην κωμόπολη Βαρενού, κοντά στην Κρώμνη, στην υποδιοίκηση της Αργυρούπολης. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Απόστολος. Το 1835 εκάρη μοναχός στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά κι έλαβε το όνομα Γερβάσιος. Το 1851 πήγε στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Μετά την αποφοίτησή του το 1858 έγινε ιεροκήρυκας και το 1864, εξελέγη Μητροπολίτης Χαλδίας. Συνεργάστηκε με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο- Κυριακίδη, με τον οποίο το 1875 θεμελίωσαν την οικοδομή του Φροντιστηρίου της Αργυρούπολης, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1879. Το 1886 ανοικοδόμησε με δικές του δαπάνες το κτήριο της Μητρόπολης, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1888. Το 1902 αφιέρωσε στο Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως την προσωπική βιβλιοθήκη του τριακοσίων τόμων. Μεταξύ αυτών και την Ρητορική του Βάμβα, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την ωοειδή σφραγίδα με την επιγραφή «Φροντιστήριον Αργυρουπολιτών 1879». Ο Γερβάσιος πέθανε το 1906 και ετάφη στην Αργυρούπολη.
Ο πρώτος κάτοχος του βιβλίου: Αλέξανδρος Λάσκαρις
Ο Αλέξανδρος Λάσκαρις, ήταν ο πρώτος κάτοχος του βιβλίου. Σε ένα από τα πρώτα παράφυλλα αναγράφεται το χειρόγραφο, κτητορικό (σύμφωνα με μέλη της Παλαιογραφικής Εταιρείας, με τα οποία έγινε προφορική επικοινωνία) σημείωμα: «Και ήδε Αλεξάνδρου Λασκάρεως». Πώς πέρασε το βιβλίο από την βιβλιοθήκη του Λάσκαρη σε αυτήν του Γερβασίου δεν γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε όμως ότι ο Λάσκαρις και ο Γερβάσιος έτυχε να συμφοιτήσουν κατά την δεκαετία του 1850 στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Ο Λάσκαρις ήταν μια σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα του β΄ μισού του 19ου αι. Γεννήθηκε σε προάστιο της Κωνσταντινούπολης, υπήρξε Αρχιμανδρίτης και αναδείχθηκε ως αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Υπηρέτησε ως σχολάρχης κατά τα έτη 1863-1864 στη Μεγάλη του Γένους Σχολής και τέλος εξελέγη, την ίδια χρονιά όπως και ο Γερβάσιος, Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης (1864-1869). Εποίμανε την Μητρόπολη για πέντε χρόνια. Πέθανε στην Σιάτιστα, δολοφονημένος κατά την πιο διαδεδομένη άποψη με δηλητήριο, εξαιτίας του μίσους που έτρεφαν προς αυτόν υψηλόβαθμοι Οθωμανοί αξιωματούχοι.
Μέσα από βουνά και θάλασσες: η πορεία του βιβλίου
Το βιβλίο αυτό, όπως και όλα τα βιβλία που φυλάσσονται στην Εύξεινο Λέσχη Ποντίων Νάουσας, έχει μια μακρά και περιπετειώδη πορεία, η οποία ξεκινά από την Μητρόπολη Χαλδίας, όπου βρέθηκε μετά την παραχώρησή του στον Γερβάσιο. Στην συνέχεια, μετά την κληροδότηση ολόκληρης της βιβλιοθήκης του Γερβασίου το 1902, βρέθηκε στο Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως. Με την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923 ακολούθησε τους Αργυρουπολίτες στην πορεία τους προς την Ελλάδα. Πρώτη στάση το λιμάνι της Τραπεζούντας. Επόμενος σταθμός η Κωνσταντινούπολη. Από εκεί βρέθηκε στην Καλαμαρία της Θεσσαλονίκης στην νέα πατρίδα. Μετά την εγκατάσταση των Αργυρουπολιτών στην Νάουσα φυλάχθηκε μαζί με τα υπόλοιπα βιβλία στο παλιό Τζαμί της πόλης, όπου ιδρύεται η εδώ βιβλιοθήκη των Αργυρουπολιτών και μετά από κάποια χρόνια στο Ειρηνοδικείο της Νάουσας. Έτσι εξηγείται η στρογγυλή σφραγίδα που υπάρχει στο εσώφυλλο με την πολύ δυσδιάγνωστη επιγραφή «Ειρηνοδικείον Ναούσης» Τα επόμενα χρόνια μεταφέρεται στην παλιά δημοτική βιβλιοθήκη της Νάουσας. Όμως, το 1949 πολλά δημόσια κτήρια της Νάουσας καταστρέφονται λόγω του Εμφυλίου, με αποτέλεσμα το βιβλίο να πάει στα υπόγεια του 5ουΔημοτικού σχολείου και από εκεί στα υπόγεια του Δημαρχείου. Για κάποιο διάστημα «φιλοξενήθηκε» στον χώρο του Λαππείου Γυμνασίου. Όταν όμως το 1964 τα υπόλοιπα βιβλία των Αργυρουπολιτών μεταφέρθηκαν στην Εύξεινο Λέσχη, η Ρητορική του Βάμβα παρέμεινε στο Λάππειο. Την δεκαετία του 1980 η βιβλιοθήκη του Λαππείου χωρίστηκε στα δύο και το ένα ήμισυ, μαζί και η Ρητορική, μεταφέρθηκε στο νεοανεγερθέν 1ο Λύκειο Νάουσας. Σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης του σχολείου εντοπίστηκε το 2015. Αποδόθηκε στον νόμιμο κάτοχό του, την Εύξεινο Λέσχη Ποντίων Νάουσας, και τοποθετήθηκε στην προθήκη της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αργυρουπόλεως «Ο Κυριακίδης» ως η πιο πρόσφατη ανάκτηση, με τον αριθμό 973.
Πορεία του Βιβλίου
Για να δείτε την πορεία του βιβλίου κάντε κλικ εδώ.
Βιβλιογραφία
- Βάμβας Ν., Ρητορική εκ των ενδοξοτέρων τεχνογράφων αρχαίων και νεωτέρων, Αθήνα 1841
- Κουτσουπιάς, Φ. Μητροπολίτης Χαλδίας του Πόντου Γερβάσιος Σουμελίδης (1864-1905) Ο άγιος της παιδείας, Νάουσα 2005
- Μπάκας, Ι., «Ο μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Αλέξανδρος Λάσκαρις (1864-1869) και οι εναντίον του κατηγορίες», στο: Η Δυτική Μακεδονία στους χρόνους της τουρκικής κυριαρχίας με έμφαση στους Δυτικομακεδόνες απόδημους στις Βαλκανικές Χώρες (15ος αι. ως το 1912), Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Σιάτιστα 30 Μαρτίου – 1 Απριλίου 2001, Σιάτιστα 2003, 61-71.
- Στοΐδης, Π., «Από την Αργυρούπολη στο Διαδίκτυο», Νιάουστα 130 (2010) 25-32
- Χαρίση, Α., «Ένα βιβλίο ταξιδεύει στο χρόνο», Νιάουστα 147 (2014) 42-47
Αναστάσιος Μπίλης
Χρήστος Παπαφιλίππου